μουσικογραφία

μουσικογραφία
η
μουσ. η συγγραφή μουσικών θεμάτων, εκλαϊκευμένων μελετών ή αναφορών στην ιστορία τής μουσικής ή τών μουσικών καθώς και η περιγραφή μουσικών έργων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μουσικογράφος. Η λ. μαρτυρείται από το 1894 στην εφημερίδα Ακρόπολις].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • μουσικογράφος — ο, η αυτός που ασχολείται με τη μουσικογραφία. [ΕΤΥΜΟΛ. < μουσική + γράφος (< γράφω). Η λ. μαρτυρείται από το 1860 στον Άγγ. Βλάχο] …   Dictionary of Greek

  • μουσικογραφικός — ή, ό [μουσικογράφος] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη μουσικογραφία …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”